Η είσοδος και κάποια απομεινάρια από το μηχανολογικό εξοπλισμό
του Διονυσιάτικου νερόμυλου
Ο όροφος είναι ένας ενιαίος ορθογωνικός χώρος με εμφανή στέγη και επικοινωνεί με το ισόγειο με μια εσωτερική ξύλινη σκάλα. Στο ένα άκρο του περιλαμβάνει έναν μικρό ναό προς τιμήν του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και ένα διάδρομο που οδηγεί στο γειτονικό κτίσμα. Ο τρόπος σύνδεσης των δυο αυτών μονάδων, η μορφή της στέγης στο σημείο επαφής τους, καθώς και η τυπολογία τους στην περιοχή σύνδεσης, φανερώνουν τη διαφορετική περίοδο κατασκευής τους. Η είσοδος στον όροφο γίνεται από την ανατολική όψη με μια κτιστή σκάλα με δυο σκέλη. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ανοίγματα του κτίσματος βρίσκονται στη δυτική και νότια πλευρά του, ενώ στην ανατολική υπάρχουν μόνο μικρές φωτιστικές θυρίδες.
Η τρίτη οικοδομική μονάδα, συνδέει τις άλλες δυο που είναι προγενέστερες. Αυτό μας κάνει να υποθέσουμε πως ο μύλος λειτουργούσε και πριν την εγκατάσταση εδώ των καλόγερων από τη μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους. Ο όροφος περιλαμβάνει στη μια πτέρυγα τους χώρους διαμονής των μοναχών (κελιά) που εκτός από την επιστασία της εκμετάλλευσης του μύλου είχαν και τη φροντίδα των κτημάτων της μονής που υπήρχαν γύρω απ` αυτόν. Στην άλλη πτέρυγα υπήρχε το μαγειρείο με το φούρνο. Η είσοδος γίνεται εδώ από τη δυτική πλευρά διά μέσου ενός κτιστού θολωτού κλιμακοστασίου, του οποίου έχει καταστραφεί το ξύλινο τμήμα που αντιστοιχεί στο πλατύσκαλο.
Τα επί μέρους κατασκευαστικά και μορφολογικά στοιχεία, στοιχειοθετούν ότι πρόκειται για τη νεότερη φάση του συγκροτήματος, όπως αυτό πιστοποιούνταν και από εντοιχισμένη πλάκα στη βόρεια όψη, στην οποία αναγράφονταν η χρονολογία 1891, 2 Ιουνίου. Η μαρτυρία όμως αυτή έχει δυστυχώς αφαιρεθεί και προφανώς κλαπεί και μάλιστα μετά το καλοκαίρι του 1988, ενώ υπήρχε όταν, όπως μας πληροφορεί η αρχιτέκτονας Ευαγγελία Καμπούρη, προϊσταμένη της 4ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων, έκανε την πρώτη της επίσκεψη στο συγκρότημα του Μύλου. Η ίδια, η οποία σημειωτέον εισηγήθηκε στις 5 Αυγούστου 1988 το χαρακτηρισμό του συγκροτήματος ως ιστορικό μνημείο (διατηρητέο) και πρότεινε στο Υπουργείο Πολιτισμού την επισκευή του, μας πληροφορεί πως την ίδια περίοδο ο συνεχόμενος χώρος του πύργου δεν ήταν επισκέψιμος στον όροφο, διότι είχε επικίνδυνες περιοχές. Το Υπουργείο Πολιτισμού με Υπουργό την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη πράγματι την 1η Μαρτίου 1989 με την υπ` αριθμ. Γ/2930/48197 απόφασή του (παρατίθεται σε φωτοτυπία το σχετικό έγγραφα) χαρακτηρίζει «ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1469/50, το συγκρότημα του υδρόμυλου ιδιοκτησίας Ι. Μ. Διονυσίου στο Μεταγγίτσι Ν. Χαλκιδικής με ζώνη προστασίας 50 μέτρων γύρω απ` αυτό, διότι αποτελεί αξιόλογο κτίσμα ειδικής λειτουργίας, παραγωγής παρασκευασμάτων αλεύρου, και σημαντική μαρτυρία για τις συνθήκες εργασίας και ζωής, ορισμένης περιόδου στην περιοχή της Ν. Χαλκιδικής».
Δυστυχώς βέβαια από τότε καμιά ενέργεια δεν έγινε ούτε από το ίδιο το Υπουργείο, ούτε από τους τοπικούς φορείς για τη φροντίδα του συγκροτήματος. Παραμένει εγκαταλειμμένο επί πολλές δεκαετίες, ενώ οι φθορές που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια μεγαλώνουν και επεκτείνονται στο σύνολο του συγκροτήματος. Το αποτέλεσμα είναι να έχει καταρρεύσει το μεγαλύτερο μέρος του, κυρίως η στέγη του και το ανατολικό τμήμα του μετά και τις έντονες χιονοπτώσεις και βροχοπτώσεις του χειμώνα του 2006 καταπλακώνοντας και το σημαντικότερο τμήμα του νερόμυλου στο ισόγειο. Δυστυχώς στις μέρες μας, παρά στην ευαισθητοποίηση των τοπικών αρχών και τη συνεννόηση με την Ι. Μ. Διονυσίου του Αγίου Όρους της οποίας το συγκρότημα εξακολουθεί να αποτελεί ιδιοκτησία και παρότι ολόκληρη η περιοχή του ‘Μύλου’ είχε ενταχθεί στο παλιότερο ευρωπαϊκό πρόγραμμα LEADER για τη δημιουργία πολιτιστικού πάρκου που θα αποτελούσε οικονομική και πολιτιστική ανάσα για την περιοχή τίποτα δεν έχει γίνει απ` αυτά τα σχέδια. Ακόμα και όταν το ‘Ινστιτούτο Μύλων’ που εδρεύει στην Αθήνα ενδιαφέρθηκε για την αποκατάσταση και την επαναλειτουργία των δυο νερόμυλων που υπήρχαν στο μοναστηριακό συγκρότημα κανένας παράγοντας ή φορέας δε δραστηριοποιήθηκε.
Οι δυο νερόμυλοι του Διονυσιάτικου μετοχιού, που λειτουργούσαν μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του `70, όφειλαν την ύπαρξή τους και τη δυναμική τους στην περιοχή στον Χαβρία. Η παρέκκλιση της κοίτης του ποταμού προς την περιοχή του μύλου γινόταν βορειότερα, 2,5 χιλιόμετρα πιο πάνω από το συγκρότημα, με την κατασκευή ενός μικρού φράγματος στη θέση ‘Δέση’ και τη διοχέτευση του νερού, μέσω ενός καναλιού, σε μια μεγάλη δεξαμενή με ισχυρή τοιχοποιία από ορθογώνιες πέτρες και μείωση του πάχους της προς το επάνω μέρος. Η πυκνή βλάστηση γύρω απ` αυτή δεν αφήνει ορατό το περίγραμμά της, είναι πάντως φανερό ότι πρόκειται για κατασκευή μεγάλων διαστάσεων.
Από τη δεξαμενή αυτή το νερό έπεφτε με δύναμη μέσα από δυο καταπακτές στις μυλόπετρες. Το μικρό αυτό φράγμα, που διατηρείται μέχρι σήμερα (όχι πάντως στην καλύτερη κατάσταση), είχε κατασκευαστεί από τους κατοίκους της περιοχής και εξυπηρετούσε όχι μόνο τη λειτουργία των νερόμυλων αλλά και την άρδευση των γύρω κτημάτων. Στο κανάλι που είχε κατασκευαστεί για να διοχετεύει το νερό του Χαβρία και που στα κείμενα αναφέρεται ως ‘μυλαύλαξ – μυλαύλακας), κάθε 50 περίπου μέτρα είχαν κατασκευαστεί ‘παραθύρες’, ανοίγματα δηλαδή στο κανάλι, που τα άνοιγαν οι κάτοικοι όταν ήθελαν να ποτίσουν τα χωράφια τους. Έτσι το νερό διοχετεύονταν με φυσική ροή μέσα από αυλάκια στα κτήματα και ποτίζονταν οι καλλιέργειες.
Παλιότερα στην περιοχή αυτή εργάζονταν, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι κάτοικοι του Μεταγγιτσίου, αλλά και της γύρω περιοχής, στα κτήματα της μονής. Υπήρχαν, μάλιστα, γύρω από το συγκρότημα του μύλου και άλλα κτίσματα, όπως καλύβες, αχυρώνες, αποθήκες, που σήμερα δε διασώζονται. Το τελευταίο απ` αυτά τα κτίσματα που θυμούνται οι κάτοικοι να διατηρούνταν μέχρι το 1970 περίπου, μισοκαταστραμμένη όμως και χωρίς σκεπή, ήταν μια αποθήκη σηροτροφίας, αφού εκείνα τα χρόνια άνθιζε η καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα και υπήρχαν στην περιοχή πολλές μουριές (‘ασκαμνιές’).
Ο μύλος χρησιμοποιήθηκε από τους μοναχούς μέχρι το τέλος της δεκαετίας του `50 και εξυπηρετούσε και άλλους κατοίκους της γύρω περιοχής. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η λειτουργία του κατά την περίοδο του μεσοπολέμου. Γύρω στο 1948, ίσως και λόγω του εμφυλίου, οι καλόγεροι της Ι. Μ. Διονυσίου άρχισαν να απομακρύνονται από την εκμετάλλευση της περιοχής και τα κτήματα να απαλλοτριώνονται. Προηγούμενα στις 14 Σεπτεμβρίου του 1945, την ημέρα του Σταυρού , συνέβηκε στην περιοχή μια μεγάλη φυσική καταστροφή. Λόγω των πολλών και συχνών βροχοπτώσεων το ποτάμι πλημμύρισε και επειδή δε μπορούσε να βρει διέξοδο στη στενή τοποθεσία ‘Μελισσόπετρα’ απ` όπου κυλάει κατέκλυσε όλη τη γύρω περιοχή. Πεντακόσια στρέμματα έγιναν λίμνη. Το νερό ανέβηκε μέχρι σχεδόν τη στέγη του μετοχιού. Και σήμερα ακόμα είναι ευκρινή στα τοιχώματα του πάνω ορόφου του κτίσματος, αν και αυτά έχουν ασβεστωθεί, τα σημάδια για το μέχρι που είχε φτάσει η στάθμη του νερού. Οι μοναχοί για να σωθούν ανέβηκαν πρώτα πάνω στο τραπέζι και μετά στα ξύλα της εμφανούς στέγης. Έτσι μόνο ζώα και αλέσματα χάθηκαν. Από την περίοδο αυτή οι κάτοικοι θυμούνται το μοναχό Ιγνάτιο.
Τα επόμενα χρόνια ανέλαβαν τη λειτουργία του νερόμυλου κάτοικοι της περιοχής. Έτσι, κατά σειρά, μετά την εγκατάλειψη του μύλου από τους μοναχούς, είχαν την εποπτεία του μύλου πρώτα από το 1925 ως το 1938 κάποιος Μικρασιάτης πρόσφυγας, ο μπαρμπα- Θανάσης Κουρμπάσης, χωρίς να γνωρίζουμε γι` αυτόν παραπάνω στοιχεία, αλλά και οι Μεταγγιτσινοί Κυπαρισσάς Δημήτρης και μετέπειτα οι γιοι του Κυπαρισσάς Παραδείσης και Κυπαρισσάς Παναγιώτης. Το 1958 μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε εδώ αποτέφρωσε όλη την έκταση γύρω από το μοναστηριακό συγκρότημα και έκαψε 5.000 ελαιόδεντρα. Λίγο αργότερα, το 1963, έγινε οριστική διανομή των μοναστηριακών κτημάτων που είχαν δοθεί από το 1924 προσωρινά σε κατοίκους της περιοχής. Έτσι, σήμερα, στην Ι. Μ. Διονυσίου ανήκει μόνο το συγκρότημα του μύλου και μικρή ζώνη γύρω απ` αυτό. Συγχρόνως τα νερά του ποταμού έχουν μειωθεί σημαντικά, αλλάζοντας τα χαρακτηριστικά της όλης περιοχής.
Η στενή κοίτη του Χαβρία λίγο πριν τη γέφυρα στον παλιό δρόμο για Κελλί – Βραστά.
Στην ευρύτερη περιοχή της λεκάνης του Χαβρία πρέπει να λειτουργούσαν πολύ παλιότερα επί Τουρκοκρατίας και άλλοι νερόμυλοι, όπως μαρτυρεί η ονομασία μιας περιοχής, λίγο πιο πάνω από το μικρό φράγμα στη ‘Δέση’, «Τ` Γεροστέργ` η μύλους». Μάλιστα παλιότεροι κάτοικοι του Μεταγγιτσίου ενθυμούνται υπολείμματα ενός αυλακιού που έφερνε νερό από ένα μικρό φράγμα που βρισκόταν λίγο πιο ψηλά από την τοποθεσία αυτή.
Στην Διονυσιάτικο μετόχι ανήκε και το ξωκλήσι της Αγίας Κυριακής. Το ξωκλήσι αυτό είναι κτισμένο εκατό περίπου μέτρα από την κοίτη του ποταμού και στην πανήγυρή του συγκεντρώνει πλήθος κόσμου που έρχεται εδώ για να γιορτάσει από το Μεταγγίτσι. Εσωτερικά και δεξιά της εισόδου του ναού υπάρχει εντοιχισμένος μαρμάρινος σταυρός με χρονολογία 1868, χρονιά προφανώς που κτίστηκε το ξωκλήσι, ενώ πάνω ακριβώς από την είσοδο υπάρχει χαραγμένος σταυρός σε εσοχή. Εσωτερικά η οροφή του είναι ημιθολωτή, χωρίς αυτό να γίνεται αντιληπτό όταν κοιτάμε το ναό απ` έξω. Η κεραμοσκεπή είναι καινούρια, ενώ και το παλιό κεραμόστρωτο δάπεδο που υπήρχε καταστράφηκε και αντικαταστάθηκε με τσιμεντένιο. Σήμερα γίνονται έργα πλακόστρωσης στον περίβολο της εκκλησίας. Το τέμπλο μέσα στο ξωκλήσι είναι ξύλινο και οι εικόνες του 1979, έργα της αδελφότητας Ανανίου του Αγίου Όρους. Τις παλιές εικόνες που είχε το ξωκλήσι τις πήραν οι μοναχοί στο Άγιο Όρος, όταν εγκατέλειψαν οριστικά το μετόχι τους.
Άλλα κτίσματα στην περιοχή είναι και τα γεφύρια που εξυπηρετούν τη διέλευση των ανθρώπων από το ποτάμι. Το παλιότερο απ` αυτά είναι αυτό που περνούσαν οι κάτοικοι για ν` αλέσουν στο μύλο. Είναι ένα πέτρινο μικρό θολωτό γεφύρι κάτω από το οποίο περνούσε το αυλάκι που έφερνε το νερό στο μύλο. Βρίσκεται περίπου 100 μέτρα από το νερόμυλο και σήμερα είναι μισοκαλυμμένο από τη βλάστηση.
Πολύ σημαντικό είναι και το μεγαλύτερο γεφύρι που κατασκευάστηκε το 1960 στην περιοχή ‘Πλύστρες’ και εξυπηρετεί τη μετακίνηση των κατοίκων προς το Κελλί και τα Βραστά. Είναι πέτρινο και αρκετά ψηλό αφού το ύψος του φτάνει περίπου τα 9 μέτρα.
Λίγο πριν την υδροδότηση του χωριού στις 5 Οκτωβρίου 1965 από την πηγή ‘Πραβίτα’, 19 περίπου χιλιόμετρα από το Μεταγγίτσι, κατασκευάστηκε, στο μέσο περίπου της απόστασης από το ‘Μύλο’ μέχρι τη ‘Δέση’, μια άλλη στενή τσιμεντένια με μεταλλικά κάγκελα αερογέφυρα για να περάσει απ` αυτή ο αγωγός του νερού. Η γέφυρα αυτή, παρόλο που δεν είναι και στην καλύτερη κατάστασή της, εξυπηρετεί κάποιες φορές τη διέλευση πεζών από τη μια όχθη στην άλλη, κυρίως όταν το ποτάμι έχει αρκετό νερό και δε μπορείς να το περάσεις με άλλο τρόπο.
Η γέφυρα με τον αγωγό νερού στον ποταμό Χαβρία πριν την κατάρρευσή της λόγω κακής συντήρησης